- μεγαλόχαρος
- -η, -ο1. αυτός που έχει μεγάλες χάρες, που είναι πολύ χαριτωμένος2. αυτός που χαρίζει πολλά, γενναιόδωρος3. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Μεγαλόχαρηπροσωνυμία τής Θεοτόκου ως κεχαριτωμένης και πολύ ευεργετικής σε αυτούς που τήν επικαλούνται.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)-* + -χάρος (< χαρά), πρβλ. ηλιό-χαρος, περί-χαρος].
Dictionary of Greek. 2013.